Ποια τα καλύτερα στεγαστικά δάνεια: επιτόκια, δόσεις

Στεγαστικά δάνεια στα μέτρα των πελατών τους διαθέτουν οι τράπεζες, αναγνωρίζοντας ότι κάθε κατηγορία δανειοληπτών έχει τις δικές της ανάγκες. Ποια τα επιτόκια, δόσεις για στεγαστικά δάνεια;

Καθώς και η ζήτηση είναι σαφώς μικρότερη σε σχέση με το παρελθόν, οι τράπεζες αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο προκειμένου να εξετάσουν το προφίλ του πελάτη, ώστε στη συνέχεια να του προτείνουν ένα «πακέτο» δανείου που θα του ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο. Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα έχουν κυκλοφορήσει στην αγορά μια σειρά από καινοτόμα στεγαστικά δάνεια, τα οποία πολλαπλασιάζουν τις επιλογές των δανειοληπτών αλλά και την ευχέρεια προτάσεων από τις τράπεζες.

Κυμαινόμενο στεγαστικό δάνειο και ελβετικό για τους “μικρούς” – σταθερό για μεγαλύτερους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των δανείων α λα καρτ είναι η διαφοροποίηση των δανειοληπτών ανάλογα με την ανοχή που αυτοί επιδεικνύουν στο ρίσκο. Πόσο αντέχουν δηλαδή τα «σκαμπανεβάσματα» στη μηνιαία δόση τους, με όφελος όμως τα χαμηλότερα- κατά κανόνα – επιτόκια για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, όσο πιο μικρός σε ηλικία και με λιγότερες υποχρεώσεις είναι ο δανειολήπτης, τόσο πιο ανεκτικός στο ρίσκο είναι και κατά συνέπεια οι τράπεζες του προτείνουν τα αντίστοιχα δάνεια. Κατά κανόνα, για την κατηγορία αυτή ενδείκνυνται τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο και, για τους γνώστες της αγοράς αλλά και των χρηματοοικονομικών, αυτά σε ελβετικό φράγκο.

Στην πρώτη περίπτωση, με δεδομένο ότι το διατραπεζικό επιτόκιο είναι πάρα πολύ κοντά στα ιστορικά του χαμηλά (το Εuribor τριμήνου ανέρχεται σε μόλις 1%), το τελικό επιτόκιο που πληρώνουν οι δανειολήπτες μετά την επιβολή του περιθωρίου κέρδους της τράπεζας κυμαίνεται κοντά στο 3,5% με 4%. Πρόκειται δηλαδή για το χαμηλότερο κόστος χρήματος που έχουν δει οι κάτοχοι στεγαστικών δανείων εδώ και πολλά χρόνια. Το γεγονός αυτό μεταφράζεται σε πολύ χαμηλές μηνιαίες δόσεις, εγκυμονεί όμως και κινδύνους. Και αυτό γιατί, αν το διατραπεζικό επιτόκιο ανεβεί π.χ. στο 3%γεγονός που δεν αποκλείεται μέσα στα επόμενα χρόνια- η μηνιαία δόση εκτινάσσεται, βγάζοντας πολύ εύκολα τον δανειολήπτη εκτός προϋπολογισμού.

Μάλιστα, μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ζαν Κλοντ Τρισέ, ο οποίος χτύπησε «καμπανάκι» για τον ευρω-πληθωρισμό, δεν αποκλείεται οι πρώτες αυξήσεις να γίνουν ακόμα και μέσα στο 2011, ανεβάζοντας τη δόση για εκείνους που είχαν επιλέξει το κυμαινόμενο επιτόκιο.

Για ακόμα πιο ριψοκίνδυνους, αλλά και γνώστες, οι τραπεζίτες δεν διστάζουν να προτείνουν και στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο. Αυτήν τη στιγμή το ευρώ διαπραγματεύεται σε ιστορικό χαμηλό έναντι του ελβετικού νομίσματος και τα τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι η συγκυρία θα αντιστραφεί. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, εκτός από τα χαμηλότερα επιτόκια, όσοι «ποντάρουν» στο ελβετικό νόμισμα θα έχουν σημαντικά κεφαλαιακά κέρδη. Εν τούτοις, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει περαιτέρω διολίσθηση του ενιαίου νομίσματος, γεγονός που σημαίνει ότι όποιος έχει δάνειο σε ελβετικό φράγκο όχι μόνο θα πληρώνει υψηλότερες δόσεις, αλλά και θα χρωστάει περισσότερα χρήματα στην τράπεζα.

«Κλειδί» η ηλικία για τη σωστή διάρκεια. Ακόμα ένας παράγοντας που λαμβάνουν υπ΄ όψιν οι τράπεζες για να προτείνουν το κατάλληλο δάνειο είναι η ηλικία του δανειολήπτη. Ουσιαστικά, ο κανόνας που θέτουν είναι ότι το άθροισμα της ηλικίας του δανειολήπτη με τη διάρκεια του δανείου δεν πρέπει να ξεπερνά τα 65 ή, στη χειρότερη περίπτωση, τα 70 χρόνια. Ετσι, ουσιαστικά τα 40ετή δάνεια απευθύνονται μόνο σε μικρής ηλικίας πελάτες- έως 30 ετών.

Αντίστοιχα, η συντριπτική πλειονότητα των δανείων κυμαίνεται ανάμεσα σε 20 και 30 χρόνια διάρκεια, δεδομένου ότι οι περισσότερες αγορές πραγματοποιούνται στην ηλικία των 35 έως 40 ετών. Επιπλέον, στην περίπτωση της ύπαρξης κάποιου τριτεγγυητή, κατά κανόνα γονιού ή άλλου συγγενούς, λαμβάνεται υπ΄ όψιν και η δική του ηλικία, γεγονός που με τη σειρά του μεταφράζεται σε επιπλέον «ψαλίδι» στη μέγιστη διάρκεια του δανείου.

Ο «χρυσός» κανόνας του 40%. Τέλος, ακόμα ένα στοιχείο που βοηθά τους δανειολήπτες να επιλέξουν το σωστό προϊόν είναι το ύψος της μηνιαίας δόσης σε σχέση με το καθαρό μηνιαίο εισόδημά τους. Ο κανόνας που εφαρμόζουν οι τράπεζες σε αυτή την περίπτωση είναι ότι η δόση δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να ξεπερνά το 40% των καθαρών εσόδων του δανειολήπτη ή του νοικοκυριού. Μάλιστα, ειδικά στην περίπτωση που οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν σταθερό εισόδημα (είναι π.χ. ελεύθεροι επαγγελματίες ή έμποροι), τότε το όριο αυτό πέφτει ακόμα περισσότερο, ακόμη και στο 30%, προκειμένου οι τράπεζες να εξασφαλιστούν απέναντι στις όποιες «κακοτοπιές».

ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ
Διαβάστε από τι κινδυνεύουν οι τραπεζικές καταθέσεις και τι ανακοίνωσαν οι τράπεζες.