Πανελλήνιες 2012 Νεοελληνική Λογοτεχνία: Συμβουλές, θέματα SOS

Ποια είναι τα θέματα SOS για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία Θεωρητικής Κατεύθυνσης στις Πανελλήνιες 2012; Διαβάστε τα SOS για να προετοιμαστείτε κατάλληλα.

Οι Πανελλήνιες 2012 συνεχίζουν με την εξέταση στο μάθημα της Νεολληνικής Λογοτεχνίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης.

Τα προτεινόμενα θέματα, SOS για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία Θεωρητικής Κατεύθυνσης στις Πανελλήνιες 2012 είναι:

A. KEIMENO

Γ. Βιζυηνός: «Το ἁμάρτημα της μητρός μου»

Ἐγὼ ἤκουον, καὶ ἄφηνα τὰ δάκρυα μου νὰ ρέωσι σιγαλὰ, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμων νὰ κινηθῶ. Αἴφνης ἠσθάνθην
εὐωδίαν θυμιάματος!
– Ὦ! εἶπον, ἀπέθανε τὸ καϋμένο τὸ Ἀννιῶ μας! -Και ἐτινάχθην ἀπὸ τὸ στρῶμα μου.
Τότε εὐρέθην ἐνώπιον παραδόξου σκηνῆς.
Ἡ ἀσθενὴς ἀνέπνεε βαρέως, ὅπως πάντοτε. Πλησίον αὐτῆς ἦτο τοποθετημένη ἀνδρικὴ ἐνδυμασία, καθ’ ἥν τάξιν φορείται. ∆εξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον μὲ μαῦρον ὕφασμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε σκεῦος πλῆρες ὕδατος καὶ
ἐκατέρωθεν δύο λαμπάδες ἀναμμέναι. Ἡ μήτηρ μου γονυπετὴς ἐθυμίαζε τ’ ἀντικείμενα ταῦτα προσέχουσα ἐπὶ τῆς
ἐπιφανείας τοῦ ὔδατος.
Φαίνεται ὅτι ἐκιτρίνισα ἀπὸ τὸν φόβον μου. ∆ιότι ὡς μὲ εἶδεν, ἔσπευσε νὰ μὲ καθησυχάσῃ.
– Μὴ φοβείσαι, παιδάκι μου, μὲ εἶπε μυστηριωδῶς, εἶναι τὰ φορέματα τοῦ πατρός σου. Ἔλα, παρακάλεσέ τον καὶ
σὺ νὰ ἔλθῃ νὰ γιατρέψῃ τὸ Ἀννιῶ μας.
Και μὲ ἔβαλε νὰ γονατίσω πλησίον της.
– Ἔλα πατέρα -νὰ μὲ πάρῃς ἐμένα – γιὰ νὰ γιάνῃ τὸ Ἀννιῶ! -ἀνεφώνησα ἐγὼ διακοπτόμενος ὑπὸ τῶν λυγμῶν μου.
Καὶ ἔρριψα ἐπὶ τῆς μητρός μου παραπονετικὸν βλέμμα, διὰ νὰ τῇ δείξω πὼς γνωρίζω, ὅτι παρακαλεῖ ν’ ἀποθάνω ἐγὼ ἀντὶ τῆς ἀδελφῆς μου. ∆ὼν ἠσθανόμην ὁ ἀνόητος ὅτι τοιουτοτρόπως ἐκορύφωνα τὴν ἀπελπισίαν της! Πιστεύω νὰ μ’ ἐσυγχώρησεν. Ἤμην πολὺ μικρὸς τότε, καὶ δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω τὴν καρδίαν της.
Μετά τινας στιγμὰς βαθείας σιγῆς, ἐθυμίασεν ἐκ νέου τὰ πρὸ ἡμῶν ἀντικείμενα, καὶ ἐπέστησεν ὅλην αὐτῆς τὴν
προσοχὴν ἐπὶ τοῦ ὕδατος, τὸ ὁποῖον εὐρίσκετο εἰς τὸ ἐπὶ τοῦ σκαμνίου εὐρύχωρον σκεῦος.
Αἴφνης μικρὰ χρυσαλὶς, πετάξασα κυκλικῶς ἐπ’ αὐτοῦ, ἤγγισε μὲ τὰ πτερά της, καὶ ἐτάραξεν ἐλαφρῶς τὴν
ἐπιφάνειάν του.
Ἡ μήτηρ μου ἔκυψεν εὐλαβῶς καὶ ἔκαμε τὸν σταυρόν της, ὅπως ὅταν διαβαίνουν τὰ ἅγια ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ.
– Κάμε τὸ σταυρό σου, παιδὶ μου! ἐψιθύρισε, βαθέως συγκεκινημένη καὶ μὴ τολμῶσα νὰ ὑψώσῃ τὰ ὄμματα.
Ἐγὼ ὑπήκουσα μηχανικῶς.
Ὅταν ἡ μικρὰ ἐκείνη χρυσαλὶς ἐχάθη εἰς τὸ βάθος τοῦ δωματίου, ἡ μήτηρ μου ἀνέπνευσεν, ἐσηκώθη ἱλαρὰ καὶ
εὐχαριστημένη, καὶ – Ἐπέρασεν ἡ ψυχὴ τοῦ πατέρα σου! – εἶπε, παρακολουθοῦσα εἰσέτι τὴν πτῆσιν τοῦ χρυσαλιδίου μὲ βλέμματα στοργῆς καὶ λατρείας. Ἐπειτα ἔπιεν ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ ἔδωκεν καὶ εἰς ἐμὲ νὰ πίω.
Τότε μοῦ ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὅτι καὶ ἄλλοτε μᾶς ἐπότιζεν ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σκεύους, εὐθὺς ὡς ἐξυπνοῦμεν. Καὶ
ἐνθυμήθην, ὅτι ὁσάκις ἔκαμνε τοῦτο ἡ μήτηρ μας, ἦτο καθ’ ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν ζωηρὰ καὶ περιχαρής, ὡς ἐὰν εἶχεν ἀπολαύσει μεγάλην τινὰ πλὴν μυστικὴν εὐδαιμονίαν.
Ἀφοῦ μ’ ἐπότισεν ἐμὲ, ἐπλησίασεν εἰς τὸ στρῶμα τῆς Ἀννιῶς μὲ τὸ σκεῦος ἀνὰ χείρας.
Ἡ ἀσθενὴς δὲν ἐκοιμᾶτο, ἀλλὰ δὲν ἦτο καὶ ὅλως διόλου ἔξυπνος. Τὰ βλέφαρα της ἦσαν ἡμίκλειστα· οἱ δὲ
ὀφθαλμοί της, ἐφ’ ὅσον διεφαίνοντο, ἐξέπεμπον παράδοξον τινὰ λάμψιν διὰ μέσου τῶν πυκνῶν καὶ μελανῶν αὐτῶν
βλεφαρίδων.
Ἡ μήτηρ μου ἀνεσήκωσε τὸ ἰσχνὸν τοῦ κορασίου σώμα μετὰ προσοχῆς· καὶ ἐνὼ διὰ τῆς μιᾶς χειρὸς ὑπεστήριζε τὰ
νῶτα του, διὰ τῆς ἄλλης προσέφερε τὸ σκεῦος εἰς τὰ μαραμένα του χείλη.
– Ἔλα, ἀγάπη μου, τῆς εἶπε. Πιὲ ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερό, νὰ γιάνῃς. -Ἡ ἀσθενὴς δὲν ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς, ἀλλὰ φαίνεται, ὅτι ἤκουσε τὴν φωνὴν καὶ ἐννόησε τὰς λέξεις. Γλυκὺ καὶ συμπαθητικὸν μειδίαμα διέστειλε τὰ χείλη της.
Ἔπειτα ἐρρόφησεν ὀλίγας σταγόνας ἀπὸ τοῦ ὕδατος ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ἔμελλε τῷ ὄντι νὰ τῇ ἰατρεύσῃ. ∆ιότι μόλις τὸ κατάπιε ἤνοιξε τους ὀφθαλμοὺς καὶ προσεπάθησε ν’ ἀναπνεύσῃ. Ἐλαφρὸς στεναγμὸς διέφυγε τὰ χείλη της, καὶ ἐπανέπεσε βαρεία ἐπὶ τῆς ὠλένης τῆς μητρός μου.
Τὸ καϋμένο μας τὸ Ἀννιῶ! ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὰ βάσανά του!»
Πολλοί εἶχον κατηγορήσει την μητέρα μου, ὃτι ἐνῷ αἱ ξέναι γυναῖκες ἐθρήνουν μεγαλοφώνως ἐπί τοῦ νεκροῦ τοῦ
πατρός μου, ἐκείνη μόνη ἒχυνεν ἂφθονα, πλήν σιγηλά δάκρυα. ‘Η δυστυχής το ἒκαμνεν ἐκ φόβου μήπως παρεξηγηθῇ, μήπως παραβῆ τα ὃρια τῆς εἰς τάς νέας ἀνηκούσης σεμνότητος.
∆ιότι, καθώς εἶπον, ἡ μήτηρ μας ἐχήρευσε πολύ νέα.
Ὃταν ἀπέθανεν ἡ ἀδελφή μας, δεν ἦτο πολύ γεροντοτέρα. Ἀλλ’ οὒτε ἐσκέφθη κἂν τώρα τι θα εἰπῇ ὁ κόσμος διά
τους σπαραξικαρδίους της θρήνους.
Ὃλη ἡ γειτονεία ἐσηκώθη και ἦλθε προς παρηγορίαν της. Ἀλλά το πένθος αὐτῆς ἦτο φοβερόν, ἦτον
απαρηγόρητον.
-Θα χάσῃ τον νοῦν της- ἐψιθύριζον οἱ βλέποντες αὐτήν κεκλιμένην και θρηνοῦσαν μεταξύ τῶν τάφων της ἀδελφῆς
και του πατρός μας.
-Θα τά ἀφήσῃ μέσ’ στους πέντε δρόμους· – ἒλεγον οἱ συναντῶντες ἡμᾶς καθ’ ὁδόν, ἐγκαταλελειμένα και
ἀπεριποίητα.
Και ἐχρειάσθη καιρός, ἐχρειάσθησαν αἱ νουθεσίαι και ἐπιπλήξεις τῆς ἐκκλησίας, ὃπως συνέλθῃ εἰς ἑαυτήν και
ἐνθυμήθῇ τά ἐπιζῶντα τέκνα της, καιἀναλάβῃ τά οἰκιακά της καθήκοντα.
Ἀλλά τότε παρετήρησε ποῦ μᾶς εἶχε καταντήσει ἡ μακρά τῆς ἀδελφῆς μας ἀσθένεια.
Ἡ χρηματική μας περιουσία κατηναλώθη εἰς ἰατρούς και ἰατρικά. Πολλά «χράμια» και «κηλίμια» ἓργα τῶν ἰδίων
αὐτῆς χειρῶν, τά εἶχε πωλήσει δι’ ἀσήμαντα ποσά, ἢ τά εἶχε δώσει ὡς ἀμοιβήν εἰς τους γόητας και τάς μαγίσσας.
Ἂλλα μᾶς τά ἒκλεψαν αὐτοί και οἱ ὃμοιοί των, ἐπωφελούμενοι ἐκ τῆς ἀνεπιβλεψίας, ἣτις ἐπεκράτησεν ἐν τῷ οἲκῳ μας. Προς ἐπίμετρον ἐξηντλήθησαν και αἱ προμήθειαι τῶν ζωοτροφιῶν μας και ἡμεῖς δεν εἲχομεν πλέον πόθεν να ζήσωμεν.

Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Ο Γ. Βιζυηνός αντλεί το αφηγηματικό του υλικό μεταξύ των άλλων και από τις παραδόσεις και τα
βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Να τεκμηριώσετε την παραπάνω διαπίστωση
με ένα παράδειγμα μέσα από το απόσπασμα που δόθηκε, σχολιάζοντάς το. (Μονάδες 20)

2. Ανάμεσα στις αρετές της διηγηματογραφίας του Βιζυηνού συγκαταλέγονται οι θαυμαστές για το
μέτρο τους δραματικές κορυφώσεις και η λεπτή συγκίνηση και ανθρωπιά, σε άμεση σχέση με την
εύστοχη επιλογή των χαμηλών τόνων. Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε σημεία του κειμένου που
αναδεικνύουν τις παραπάνω αρετές. (Μονάδες 20)

3. Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε τις αφηγηματικές τεχνικές της αναδρομής και της επιτάχυνσης
στο παραπάνω απόσπασμα. Μονάδες 20)

4. Να σχολιάσετε σε δυο παραγράφους (80 – 100 λέξεων) το ακόλουθο χωρίο: «Έπειτα ερρόφησεν
ολίγας σταγόνας από του ύδατος εκείνου, το οποίον έμελλε τω όντι να την ιατρεύση». (Μονάδες 20)

5. «Ενθυμούμαι το μειδίαμα του πατρός μου, ότε τω παρέδωκα τον σάκκον. Το μειδίαμα εκείνο το
υπέλαβα τότε ως έκφρασιν ευχαριστήσεως δια των χρημάτων την διάσωσιν. Αλλ’ αφού απέκτησα
κ’ εγώ τέκνα, τότε μόνον εννόησα την αληθή του σημασίαν.
» – Τι με μέλει τώρα περί χρημάτων; δια σε, υιέ μου, με μέλει! » Ιδού του πατρικού εκείνου μειδιάματος η έννοια.
Με ηγάπα ο πατήρ μου· με ηγάπα περιπαθώς. Ποτέ δεν μου το απέδειξε δι’ εκχύσεων ή επιδείξεων τρυφερότητος.
Μόνον αφού απέθανε και δεν τον είχα πλησίον μου, και ανεπόλουν τας περιπετείας και τα ελάχιστα περιστατικά
της πολυετούς συμβιώσεώς μας, τότε μόνον εννόησα και εξετίμησα ακριβώς τον βαθμόν της προς εμέ στοργής του.
∆ιατί τούτο; Άραγε διότι απαιτείται να απολέσωμεν τι, όπως αισθανθώμεν όπως την αξίαν του όλην; Ή μη διότι
αι συμφοραί και τα δεινοπαθήματα μου ήνοιξαν βραδύτερον τον νουν και μου επλάτυναν την καρδίαν;» (∆ημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)

Να συγκρίνετε το απόσπασμα από το διήγημα του Βιζυηνού με το απόσπασμα από το «Λουκή Λάρα» του
∆ημητρίου Βικέλα και να εντοπίσετε τις αντιστοιχίες τους ως προς το δραματικό «μοτίβο» των σχέσεων γονέα-αφηγητή.

Γ. ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

1. Η πραγματικότητα των παραδόσεων, των λαϊκών ηθών και εθίμων της πατρικής θρακιώτικης υπαίθρου, αποτελεί
πρώτη ύλη της θεματογραφίας του Βιζυηνού, δεδομένης και της ανάπτυξης της λαογραφίας στα τέλη του 19ου
αιώνα στην Ελλάδα. Η μνήμη, η παρατήρηση και η προσωπική μαρτυρία αποτελούν την αφετηρία της
λαογραφίας στον Βιζυηνό που προσπορίζει ένα πλούσιο λαογραφικό θησαυρό. Έτσι μεταφέρονται στο έργο του
«κομμάτια αυθεντικής ζωής, μέσα στην οποία αναπνέει η εθνική ψυχή, εικονίζεται ο εθνικός βίος, μιλάει το λαϊκό αίσθημα» (Κ. Μπαλάσκας) και η διηγηματογραφία του Βιζυηνού αποκτά ευρύτερες διαστάσεις ξεπερνώντας τα
πλαίσια μιας προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας. Το λαογραφικό στοιχείο στο «αμάρτημα της μητρός μου»
είναι στενά συνυφασμένο με δεισιδαιμονίες, δοξασίες, προλήψεις, λαϊκά αλλά και θρησκευτικά δρώμενα, μερικά
από τα οποία επιβιώνουν ως τις μέρες μας. Όλα αυτά τα στοιχεία δε δίνονται ως απλή και σχολαστική
καταγραφή αλλά αβίαστα και πάντοτε οργανικά ενταγμένα στο σώμα της αφήγησης με τις τεχνικές της.
Παράλληλα ο Βιζυηνός αξιοποιώντας αυτό το λαογραφικό θησαυρό αποκαλύπτει έναν ολόκληρο μικρόκοσμο
μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων που το αποτελούν με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον.
Προβαλλόμενοι παράλληλα οι ήρωες στο λαογραφικό τους υπόβαθρο αναδεικνύονται ως αυθύπαρκτοι και
αληθοφανείς χαρακτήρες με έντονο ψυχισμό.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το λαϊκό δρώμενο της επίκλησης του νεκρού πατέρα, όπου προβάλλονται
οι λαϊκές δοξασίες για τις υπερφυσικές και θεραπευτικές ικανότητες των ψυχών, οι οποίες διατηρούν και μετά
θάνατον την ικανότητα επικοινωνίας με τους ζωντανούς, καθώς και άλλα λαογραφικά στοιχεία, όπως ο
“αγιασμός” του νερού και η πίστη ότι η χρυσαλίδα φέρει την ψυχή ενός νεκρού. Αυτή καθ’ αυτή η τελετή
επίκλησης με το μαύρο ύφασμα και τις αναμένες λαμπάδες και την ανδρική ενδυμασία “καθ’ ην τάξη φορείται”
έχει κοινά στοιχεία με μνημόσυνο ή εικονική κήδευση. Η σκηνή αυτή αποτελεί το τρίτο εξωπραγματικό – μαγικό
στοιχείο του διηγήματος, παρ’ όλα αυτά εντάσσεται με αληθοφάνεια στο σώμα της ρεαλιστικής αφήγησης
εξυπηρετώντας παράλληλα τις τεχνικές της επιβράδυνσης και της προσήμανσης. Αποτελεί λοιπόν την τελευταία
ατελέσφορη προσπάθεια να αντιμετωπίσει η μητέρα την ασθένεια της Αννιώς μέσα στα πλαίσια του χαμηλού
μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου της τοπικής κοινωνίας της που είναι βουτηγμένη στη δεισιδαιμονία. Η
επιβράδυνση που συντελείται με τη λεπτομερή περιγραφή της διαδικασίας, με τα σχόλια του ώριμου αφηγητή για
την πρότερη συμπεριφορά του ως αφηγητή – παιδιού κατά την προσευχή – εκδίκησή του προς τη μητέρα του,
καθώς και με την αναδρομική αφήγηση για τη “συνήθεια” του αγιασμένου νερού κορυφώνουν την αγωνία του
αναγνώστη εν αναμονή του θανάτου της Αννιώς. Από την άλλη, οι πολλαπλές προσημάνσεις (θυμίαμα, μαύρο
ύφασμα, “απέθανε το καημένο το Αννιώ μας”, η αναφορά στην ψυχή του πατέρα, η παράδοξος λάμψη των
οφθαλμών της Αννιώς, κ.λπ.) προετοιμάζουν αριστοτεχνικά το θάνατο του κοριτσιού. Μέσα από αυτά τα
πλούσια λαογραφικά στοιχεία προβάλλεται ο ψυχισμός της μητέρας: η αγωνία, η ευλάβεια και η θρησκοληψία
της, η ψυχική μετάπτωσή της από την απόγνωση στην ιλαρότητα, η υπέρτατη αγάπη της αλλά και η μάταιη αλλά
ψυχολογικά αναγκαία και δικαιολογημένη ελπίδα της.

2. Στο έργο του Βιζυηνού έχει τονιστεί ιδιαίτερα το δραματικό στοιχείο και η δραματική κλιμάκωση μέσω
συγκρούσεων και περιπετειών που στο τέλος λύνονται και δραματικά. «Το αμάρτημα της μητρός μου» είναι
δράμα καθώς χειρίζεται το θέμα της «αμαρτίας» ως παράβασης του ηθικού ή θείου νόμου που σχετίζεται με το
δραματικό θέμα της ενοχής και της λύτρωσης. Πρόκειται όμως αποκλειστικά για ένα ανθρώπινο δράμα, αφού
αυτός είναι ο «μόνος σκοπός που εξαγιάζει τα αφηγηματικά μέσα» (Π. Μουλλάς). Όλες οι κορυφαίες στιγμές όπου
συμπυκνώνεται και κορυφώνεται η συγκίνηση αναφέρονται σε θεμελιακές ανθρώπινες σχέσεις, σε βασικά
ανθρώπινα συναισθήματα. Σκοπός του Βιζυηνού είναι να δώσει μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο
μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα κινούνται και συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου που φέρνει τους
χαρακτήρες αντιμέτωπους και οδηγεί σε δραματικές συνέπειες, με αντίχτυπο πάνω σε όλους. Έτσι ο κόσμος του
Βιζυηνού λειτουργεί ανθρωποκεντρικά και ανθρωπομορφικά. Ωστόσο κυριαρχεί το μέτρο στην απόδοση του
δράματος και η απουσία ακροτήτων και υπερβολών παρά την τραγικότητα των καταστάσεων. Η εύστοχη
επιλογή των χαμηλών τόνων, η απουσία μελοδραματισμού και ο δεσπόζων ρεαλισμός συντελούν στην τήρηση
αυτού του μέτρου στις δραματικές κορυφώσεις, που είναι πολλές και έντεχνα διασκορπισμένες σε όλη την έκταση
του διηγήματος.

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η δραματική ένταση κλιμακώνεται στην προσευχή – εκδίκηση του Γιωργής «Έλα
πατέρα – να πάρεις εμένα – να γιάνει το Αννιώ…αδελφή μου» που επαναφέρει στο προσκήνιο της αφήγησης τη
διαταραγμένη σχέση μητέρας – αφηγητή. Ο φόβος και η καχυποψία του παιδιού που νιώθει να απειλείται από την
ίδια τη μητέρα του το εξωθεί να εκφράσει το παράπονο και την πίκρα του για την αθεράπευτη στέρηση της
μητρικής στοργής. Οι ανικανοποίητες ατομικές ανάγκες αναδεύουν θολές καταστάσεις και υποκρύπτουν
συγκρούσεις. Όμως η δραματική ένταση σβήνει μέσα στη σιωπή καθώς η αναμονή του θανάτου της Αννιώς είναι
επιτακτικότερη και έτσι η σύγκρουση μητέρας – Γιωργής παραμένει σιωπηρή και έμμεση πλην σαφής.
Θαυμαστή για το μέτρο της κορύφωση αποτελεί η στιγμή του θανάτου της Αννιώς αναδεικνύοντας παράλληλα τη
λεπτή συγκίνηση και την ανθρωπιά του διηγήματος. Ο θάνατος που έχει πολλαπλώς προσημανθεί μέχρις εδώ
οδηγώντας τον αναγνώστη να προεισπράξει το αρνητικό συναίσθημα, δίνεται με αριστοτεχνικό τρόπο ως η
κατάληξη του λαϊκού δρώμενου που ξετυλίγεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικής ευλάβειας συνυφασμένης
με δεισιδαιμονίες και δοξασίες. Ο θάνατος δίνεται στο σημείο ακριβώς όπου κορυφώνεται η ελπίδα με το
λογοτεχνικό εύρημα της φαινομενικής βελτίωσης της Αννιώς κατά τη μετάληψη του «αγιασμένου νερού»
(συμπαθητικόν μειδίαμα, ήνοιξε τους οφθαλμούς, προσεπάθησε ν’ αναπνεύσει) προκαλώντας μια δραματική
ανατροπή που κορυφώνει το δραματικό στοιχείο. Όμως και εδώ τηρείται το μέτρο καθώς η σκηνή του
ξεψυχίσματος δίνεται με λιτή περιγραφή, απλά, διακριτικά, πειστικά – αν και χωρίς ρεαλιστικές λεπτομέρειες που ίσως δημιουργούσαν φρίκη ή αποτροπιασμό-διατηρώντας έτσι τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Παράλληλα
αποφεύγεται κάθε μελοδραματισμός αφού απουσιάζουν οι οδυνηρές λέξεις, ο σπαραγμός, ενώ η λεπτότητα της
συγκίνησης επιτυγχάνεται με την τρυφερότητα και τη λυρικότητα της περιγραφής που είναι τόσο ταιριαστή με το
κορίτσι που ξεψύχησε και διακριτική όπως ήταν εξάλλου και ολόκληρη η παρουσία της Αννιώς στη ζωή. Το
σχόλιο που ακολουθεί είναι επίσης λιτό, εν μέρει συναισθηματικό, εν μέρει λογικό. Η λύπη, η θλίψη και ο πόνος συνυπάρχουν και εμπλέκονται με την παρηγοριά που προσφέρει η συνειδητοποίηση ότι ο αναπόφευκτος θάνατος «λύτρωσε» μια βασανισμένη ζωή.

3. Η λειτουργία του «χρόνου» στον Βιζυηνό μπορεί να θεωρηθεί καθαρά μυθιστορηματικό στοιχείο. «Ο χρόνος,
πανίσχυρος σ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, μοιρασμένος σε μικρές ή μεγάλες ενότητες, με συχνές αναδρομές,
ρωγμές και συντμήσεις, προορίζεται να οργανώνει λογικά και αιτιακά γεγονότα στο παρελθόν» (Π. Μουλλάς).

α. Στο «αμάρτημα της μητρός μου»ο χρόνος δεν είναι γραμμικός αφού η συχνή χρήση της αναχρονίας, κυρίως της
αναδρομής, διακόπτει την ευθύγραμμη ροή του αφηγηματικού χρόνου. Οι λειτουργίες που επιτελεί αυτή η
αφηγηματική τεχνική γενικά είναι οι εξής: Συμπληρώνει κάποια κενά της ιστορίας δίνοντας απαραίτητες
πληροφορίες για το παρελθόν και διευκολύνοντας την εξέλιξη της πλοκής, σπάζει τη μονοτονία της αφήγησης
που αποκτά έτσι χρονικό βάθος, υπηρετεί τη δραματική αποφόρτιση προσφέροντας μια ανάπαυλα, και
ταυτόχρονα αποτελεί ένα είδος επιβράδυνσης με σκοπό να παραταθεί το ενδιαφέρον και η αγωνία του
αναγνώστη. Τέλος με την ανατροπή της χρονικής ακολουθίας / σειράς η αναδρομή αναδεικνύει τις αιτιακές
σχέσεις των γεγονότων. Στο δεδομένο απόσπασμα διακρίνουμε τις ακόλουθες αναδρομές / αναλήψεις:

 «Τότε μου ήλθεν εις τον νουν … μυστικήν ευδαιμονίαν». Η αναδρομή αυτή υποδεικνύει το δρώμενο του
αγιασμού ως οικογενειακή συνήθεια, λίγο πριν την κορυφαία στιγμή του θανάτου της Αννιώς. Ο θαμισμός της
αφήγησης (παρατατικός) αποφορτἰζει κάπως το γεγονός από τη μοναδικότητα εκείνη που θα μπορούσε να
συνδεθεί στη συνείδηση του αναγνώστη με το επερχόμενο μοιραίο γεγονός και παράλληλα χαλαρώνει κάπως
το έντονα δραματικό κλίμα της σκηνής.

 «Πολλοί είχον κατηγορήσει τη μητέρα μου … πολύ νέα». Πρόκειται για μια αναχρονία «εξωτερική»
«ομοδιηγητική» και «συμπληρωματική» σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Genette. Ρόλος της είναι να
συγκρίνει το συγκρατημένο και σεμνοπρεπή θρήνο της μητέρας «επί τω θανάτω του πατρός» με τις
παράφορες, στα όρια της παραφροσύνης εκδηλώσεις της για το θάνατο της κόρης της.

 «Η χρηματική μας περιουσία καταναλώθη … να ζήσωμεν». Η συγκεκριμένη αναχρονία – αναδρομή (στα όρια
της αχρονίας) διεκτραγωδεί την ανέχεια της οικογένειας και τονίζει την αμεσότητα της αντιμετώπισής της. Ο
ρόλος της είναι μεταβατικός καθώς η αφήγηση μεταβαίνει προς το νέο «ήθος» της μάνας η οποία αναλαμβάνει
δράση και φροντίζει τα του οίκου της.

β. Η σχέση ανάμεσα στη χρονική διάρκεια των γεγονότων της ιστορίας και στην έκταση που καταλαμβάνει η
αφήγησή τους μέσα στο κείμενο ορίζει την αφηγηματική τεχνική της «διάρκειας» και καθορίζουν το «ρυθμό»
της αφήγησης. Έτσι εμφανίζεται «επιτάχυνση» όπου η αφήγηση εξελίσσεται γρηγορότερα απ’ ό,τι στην
ιστορία. Αυτό στο «αμάρτημα της μητρός μου» είναι αναγκαίο, αφού η ιστορία εκτείνεται σ’ ένα διάστημα 28
περίπου ετών. Κυριότερα στο διήγημα η σύντμηση του πραγματικού χρόνου αφορά τα γεγονότα που
διακρίνονται από κάποια επαναληπτικότητα και τα οποία δεν εστιάζουν άμεσα στις δραματικές σχέσεις των
προσώπων, κυρίως δε του αφηγητή και της μητέρας του. Έτσι στο συγκεκριμένο απόσπασμα η επιτάχυνση
συντελείται με την «περίληψη ή σύνοψη» όλου εκείνου του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε ανάμεσα
στο θάνατο της Αννιώς και την ενεργοποίηση της μητέρας ώστε να ασχοληθεί με τα παραμελημένα παιδιά της
(«και εχρειάσθη καιρός, εχρειάσθησαν αι νουθεσίαι και επιπλήξεις της εκκλησίας, όπως συνέλθη ως εαυτήν και
ενθυμηθή τα επιζώντα τέκνα της και αναλάβει τα οικιακά της καθήκοντα»). Η επιτάχυνση επιτυγχάνει τη
σφιχτή δομή της πλοκής και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη γύρω από τα κεντρικά «δραματικά
μοτίβα» της αφήγησης.

4. Με τη φράση αυτή ο ώριμος αφηγητής ερμηνεύει τη φαινομενική βελτίωση, τη στιγμιαία αναλαμπή της
ετοιμοθάνατης Αννιώς, μια καλυτέρευση που έρχεται σε τραγική αντίθεση στη συνέχεια της αφήγησης, αφού
μόλις προσπάθησε να αναπνεύσει άφησε την τελευταία της πνοή. Έτσι ο «αγιασμός» μετατρέπεται τραγικά σε
τελευταία «μετάληψη» της μελλοθάνατης κοπέλας. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα πικρά ειρωνικό σχόλιο που
δίνεται από την προοπτική του ώριμου αφηγητή με πρόθεση να υπογραμμίσει την αναποτελεσματικότητα όλων
αυτών των δεισιδαιμονιών, των μαγικών τελετών και των προλήψεων της υποβαθμισμένης κοινωνικά και
πνευματικά Θράκης του 19ου αιώνα.

Η χρήση της λέξης «ιατρεύση» γίνεται με τη συνυποδηλωτική της σημασία: να τη λυτρώσει, να την απαλλάξει από
τα βάσανα της αρρώστιας, μια και ολόκληρη η ζωή της άρρωστης Αννιώς ήταν μια προδιαγεγραμμένη πορεία
προς το θάνατο, τον οποίο δεν κατάφερε να αποτρέψει η μητέρα με τα υπερβατικά μέσα των οποίων μετήλθε. Ο
αφηγητής δίνει τη δική του εκδοχή, πιο αντικειμενική, πιο ορθολογική – και έχοντας την ύστερη γνώση – για την έκβαση και τη σκοπιμότητα του μαγικού αυτού δρώμενου, μια ερμηνεία που είναι αντίθετη από την
ανορθολογική και δεισιδαιμονική πίστη της μάνας: «Πιε απ’ αυτό το νερό να γιάνης» .

5. Και στα δύο αποσπάσματα κεντρικό δραματικό μοτίβο αποτελεί η σχέση του γονιού ( η μητέρα στον Βιζυηνό, ο
πατέρας στον Βικέλα) με τον αφηγητή. Ειδικότερες αντιστοιχίες:

α. Η αγάπη του γονιού, αν και αναγκαία, δεν είναι διαπιστωμένη από τους αφηγητές όταν αυτοί βρίσκονται
στην παιδική τους ηλικία. Από τη μια ο Γιωργής εκφράζει άμεσα το παράπονό του για το γεγονός ότι νιώθει
παραμελημένος από τη μητέρα του, σε σημείο μάλιστα να εκστομίζει μια προσευχή – εκδίκηση προς τη μητέρα
του για να την πληγώσει, όπως και αυτή πλήγωσε την ψυχή του όταν μέσα στην εκκλησία είχε προσευχηθεί να
πεθάνει ο Γιωργής με αντάλλαγμα τη σωτηρία της Αννιώς. Από την άλλη, ο Λουκής φαίνεται – αν και δεν
εκφράζεται άμεσα – να είχε ως παιδί ανάγκη για σαφή εκδήλωση της αγάπης του πατέρα του, ο οποίος όμως
ποτέ δεν την απέδειξε «δ’ εκχύσεων ή επιδείξεων τρυφερότητος».

β. Και οι δυο αφηγητές – παιδιά φαίνεται να παρερμηνεύουν τη στάση και συμπεριφορά των γονιών τους προς
αυτούς σε δεδομένες στιγμές. Ο Γιωργής κιτρινίζει από το φόβο του, γιατί νομίζει πως η μητέρα του τον
ετοιμάζει ως «εξιλαστήριο θύμα» κατά την «τελετή επίκληση του νεκρού πατέρα, ώστε να αντικαταστήσει στο
θάνατο την Αννιώ («όπως γνωρίζω ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου»). Ο Λουκής νομίζει
ότι ο πατέρας του όταν εμειδίασε επρόκειτο για «έκφρασιν ευχαριστήσεως δια των χρημάτων τη διάσωσιν»
(από την τρομοκρατία των Τούρκων) και όχι επειδή ανακουφίστηκε ή ευχαριστήθηκε που γύρισε ο γιος του
ζωντανός.

γ. Και στα δυο αποσπάσματα είναι εμφανέστατη η διάσταση ανάμεσα στην παιδική συνείδηση που
προσλαμβάνει τα συμβάντα και στην προοπτική του ώριμου αφηγητή που αξιολογεί υπό άλλο πρίσμα τη
συμπεριφορά του γονιού του προς αυτόν. Η απόσταση του χρόνου που μεσολαβεί και στις δυο περιπτώσεις
απεγκλωβίζει τους αφηγητές από την πλάνη τους και τη λανθασμένη τους εκτίμηση οδηγώντας τους να
συλλάβουν το πραγματικό νόημα των πράξεων των γονιών τους. Έτσι ο Γιωργής – ώριμος αφηγητής ομολογεί
απερίφραστα ότι δεν μπορούσε να «εννοήσει την καρδίαν» της μητέρας του, άρα ότι είχε παρερμηνεύσει τη
στάση της απέναντί του. Παρ’ όλα αυτά δεν ομολογείται άμεσα η αγάπη της προς το γιο της καθώς η σχέση
μητέρας – αφηγητή θα αποκατασταθεί και θα αποκαθαρθεί πλήρως μονάχα στο τέλος του διηγήματος.
Παρόμοια ο Λουκής ομολογεί ότι μονάχα όταν μεγάλωσε πια εννόησε και εκτίμησε ακριβώς «τον βαθμόν την
προς εμέ στοργής του» ενώ αποκαθιστά αναδρομικά την αγάπη του πατέρα του προς αυτόν («Με ηγάπα ο
πατήρ μου· με ηγάπα περιπαθώς»). Η μόρφωση και η γνώση στην περίπτωση του Γιωργή, η εμπειρία – και
μάλιστα η δυσάρεστη, τα δεινοπαθήματα και οι συμφορές – η απώλεια του γονιού και η απόκτηση ιδίων
τέκνων στην περίπτωση του Λουκή, τους οδήγησαν στη συνειδητοποίηση της αυτονόητης αγάπης και στοργής
του γονιού προς το παιδί του.

δ. Αναπόφευκτη απόρροια του παραπάνω αποτελούν και τα αισθήματα ενοχής που βιώνουν εκ των υστέρων και
οι δυο ώριμοι αφηγητές για την πρότερη αμφισβήτηση της γονεϊκής αγάπης. Ο ώριμος Γιωργής τρέφει ενοχές
για την πρότερη στάση του απέναντι στη μητέρα του και χαρακτηρίζει τον εαυτό του στο παρελθόν ανόητο,
επειδή δεν καταλάβαινε ότι πλήγωνε την ήδη απελπισμένη μητέρα του. Γι’ αυτό ελπίζει και επιζητά τη
συγχώρεσή της, ώστε να λυτρωθεί από τις ενοχές του αυτές. Ομοίως ο Λουκής φαίνεται να έχει τύψεις για το
γεγονός ότι χρειάστηκε να χάσει πρώτα τον πατέρα του για να εκτιμήσει την αξία και την αγάπη του, ενοχές
που δεν μπορεί να τις μετριάσει, γιατί ο πατέρας του δεν ζει για να του ανταποδώσει την αγάπη αυτή. Και
στις δυο περιπτώσεις φαίνεται πως η εξομολόγηση των αφηγητών λειτουργεί ως ένα είδος κάθαρσης.

Δείτε τα θέματα SOS για Νεοελληνική Λογοτεχνία Θεωρητικής Κατεύθυνσης κάνοντας κλικ εδώ.

Τα παραπάνω θέματα, SOS προτείνονται από το φροντιστήριο “Ορίζοντες” για τις καλύτερες λύσεις και απαντήσεις των παιδιών για τις Πανελλαδικές 2012.

Διαβάστε ποιες είναι οι συνταγές επιτυχίας για καλύτερες επιδόσεις μαθητών στις Πανελλήνιες 2012.

ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ
Δείτε πώς είναι σήμερα διάσημοι που μεσουράνησαν στο παρελθόν, πραγματικά αγνώριστοι!